βαριαναστενάζω

βαριαναστενάζω
αμετ. тяжело вздыхать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βαριαναστενάζω" в других словарях:

  • βαριαναστενάζω — βαριαναστενάζω, βαριαναστέναξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαριαναστενάζω — αναστενάζω βαθιά …   Dictionary of Greek

  • βαριαναστενάζω — αξα, αναστενάζω από βαθιά, με πολύ πόνο: Τι έχεις και βαριαναστενάζεις; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρυστενάζω — και βαρια και βαριοστενάζω αναστενάζω βαθιά, βαριαναστενάζω …   Dictionary of Greek

  • βαρυστενάζω — βλ. βαριαναστενάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»